σχολαστικός

σχολαστικός
-ή, -ό / σχολαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία»)
2. (για πρόσ.) (εμπαικτικά) προσηλωμένος στους τύπους τής αρχαίας ελληνικής γραμματικής, λογιώτατος
3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τους τύπους και τις λεπτομέρειες αγνοώντας την ουσία, τυπολάτρης, μικρολόγος
4. (με θετική σημ.) αυτός που γίνεται με σχολαστικότητα, διεξοδικός, λεπτομερειακός («σχολαστικό διάβασμα»)
5. (με αρνητική σημ.) αυτός που έχει ως χαρακτηριστικό του την εμμονή στους τύπους και στις λεπτομέρειες με ταυτόχρονη παράλειψη τής ουσίας, τυπολατρικός, δογματικός, στείρος («σχολαστική διδασκαλία»)
6. το αρσ. ως ουσ. ο σχολαστικός
οπαδός τού σχολαστικισμού
7. φρ. «σχολαστική φιλοσοφία και θεολογία» — ο σχολαστικισμός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει θεωρητική μόρφωση («σχολαστικοὶ ρήτορες», Φιλόδ.)
2. συνήγορος, δικηγόρος
αρχ.
1. αυτός που αρέσκεται στην ησυχία και στην ανάπαυση («σύλλογοι σχολαστικοί» — συναθροίσεις αργόσχολων, τεμπέληδων, Αριστοτ.)
2. αυτός που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στην καλλιέργεια τού πνεύματός του, στην παιδεία του
3. (συν. με αρνητ. σημ.) λόγιος που καταγίνεται σε παιδαριώδεις σοφιστικές διαλέξεις κομπάζοντας για την παιδεία του, ενώ στην πραγματικότητα στερείται βαθιάς και ουσιαστικής μόρφωσης
4. αντιπρόσωπος, συνήγορος τού δημοσίου («σχολαστικὸς καὶ ἔκδικος», πάπ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σχολαστικὸν
απραξία, ανάπαυση
6. φρ. «σχολαστικὸς [ή ἀργὸς] τόπος»
αστρολ. όνομα τού 8ου από τους 12 οίκους (Πτολ.).
επίρρ...
σχολαστικώς / σχολαστικῶς, ΝΜΑ, και σχολαστικά
νεοελλ.
1. (με αρνητική σημ.) με σχολαστικότητα, με προσήλωση στους τύπους και στις λεπτομέρειες («διδάσκει σχολαστικά»)
2. (με θετική σημ.) λεπτομερειακά, διεξοδικά («εξετάζει τα διάφορα θέματα σχολαστικά»)
αρχ.
όπως γίνεται στο σχολείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω. Το επίθ. ακολούθησε τη σημασιολογική εξέλιξη τών λ. σχολή*, σχολάζω. Από αρχική σημ. «αυτός που τού αρέσει να αναπαύεται» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στην καλλιέργεια τού πνεύματός του και με αρνητική σημ. αυτόν που ασχολείται με τους τύπους και τις λεπτομέρειες αγνοώντας την ουσία ενός θέματος (βλ. και λ. σχολή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχολαστικός — inclined to ease masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στις θεολογικές και φιλοσοφικές σχολές του μεσαίωνα καθώς και ο οπαδός των θεωριών τους. 2. αυτός που είναι προσηλωμένος στους τύπους ή στις λεπτομέρειες κάποιου πράγματος σε όλες τις ενέργειές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευλόγιος ο σχολαστικός — Βυζαντινός γραμματικός. Συγγραφέας του έργου Απορίαι και λύσεις, το οποίο αναφέρεται στις δυσκολίες του τυπικού της ελληνικής γλώσσας με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την περίοδο στην οποία έζησε …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος ο Σχολαστικός — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός νομομαθής, γνωστός και με το παρωνύμιο Μινώταυρος. Ασκούσε το επάγγελμα του σχολαστικού, δηλαδή παρείχε νομικές συμβουλές επ’ αμοιβή. Διακρίθηκε και ως επιγραμματοποιός. Σε αυτόν αποδίδονται είκοσι επιγράμματα, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • σχολαστικά — σχολαστικός inclined to ease neut nom/voc/acc pl σχολαστικά̱ , σχολαστικός inclined to ease fem nom/voc/acc dual σχολαστικά̱ , σχολαστικός inclined to ease fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικωτέραις — σχολαστικός inclined to ease fem dat comp pl σχολαστικωτέρᾱͅς , σχολαστικός inclined to ease fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικῶν — σχολαστικός inclined to ease fem gen pl σχολαστικός inclined to ease masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικόν — σχολαστικός inclined to ease masc acc sg σχολαστικός inclined to ease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικαῖς — σχολαστικός inclined to ease fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικοῖς — σχολαστικός inclined to ease masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”